- σπαρτός
- σπαρτόςsownmasc nom sgσπαρτόςsownmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σπαρτός — sown masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτός — ή, ό / σπαρτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για αγρό) σπαρμένος, καλλιεργημένος 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) οἱ Σπαρτοί μυθ. οπλισμένοι άνδρες οι οποίοι, κατά την παράδοση, φύτρωσαν από τα δόντια τού δράκοντα που έσπειρε ο Κάδμος στη Βοιωτία και από τους οποίους … Dictionary of Greek
σπάρτος — ὁ και ἡ, Α 1. το φυτό σπάρτο 2. σχοινί από σπάρτο 3. το νήμα τής στάθμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. τής λ. σπάρτον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σπαρτός — ή, ό 1. σπαρμένος. 2. διασκορπισμένος. ο βλ. σπάρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαρτά — σπαρτός sown neut nom/voc/acc pl σπαρτά̱ , σπαρτός sown fem nom/voc/acc dual σπαρτά̱ , σπαρτός sown fem nom/voc sg (doric aeolic) σπαρτός sown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτόν — σπαρτός sown masc acc sg σπαρτός sown neut nom/voc/acc sg σπαρτός sown masc/fem acc sg σπαρτός sown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτοῖς — σπαρτός sown masc/neut dat pl σπαρτός sown masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτοί — σπαρτός sown masc nom/voc pl σπαρτός sown masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαρτοῦ — σπαρτός sown masc/neut gen sg σπαρτός sown masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)